- αεικής
- ἀεικὴς και αττ. αἰκής, -ές (Α)1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος3. επιβλαβής, θανατηφόρος4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικέςακατάλληλα, άπρεπα5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που«οὐδὲν ἀεικές παρέχομαι», δεν προξενώ καμιά ενόχληση ή δυσκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θ. Fείκ-, πρβλ. ἔοικαόπως και τα λοιπά ομόρριζα σύνθετα επίθετα (ἐπι-εικής, μενο-εικὴς «επιθυμητός») το ἀ-εικὴς δεν παρέμεινε στην έννοια τής ομοιότητας, από την οποία ξεκίνησε (πρβλ. εἰκὼς «ευλογοφανής, πιθανός, κατάλληλος»), αλλά προσέλαβε ηθική κυρίως σημασία.ΠΑΡ. αρχ. ἀεικέλιος, ἀεικία, ἀεικίζω].
Dictionary of Greek. 2013.